ὁδός 1

ὁδός 1
ὁδός 1.
Grammatical information: f. (on the fem. gender Schwyzer-Debrunner 34).
Meaning: `going, road, street, ride, journey, march' (Il.), metaph. `way out, means' (Pi., IA.).
Compounds: Many compp., e.g. ὁδο-ποιέω `to open a path, to make one's way' (Att.) with -ποιία f. `road construction' (X.), -ποιός m. `roadworker' (X., Aeschin., Arist.); ὁδοι-πόρος m. `wayfarer, wanderer' (Ω 375, trag., com.) with -πορία, -ίη `journey (on land)' (h. Merc. 85, Hp., Hdt., X.), -πορέω `to cover a distance, to travel, to journey (through)' (ion., trag.); ὁδοι-δόκος m. `bushranger (Plb.; Wackernagel Unt. 26); on the 1 member with retained locatival inlection to avoid a sequence of three shorts Schwyzer 239 a. 452 w. n. 5, Schw.-Debrunner 155. -- As 2. member e.g. in εὔ-οδος `well-roaded' with εὑοδ-ία, -έω, -όω (Att.), also in εἴσ-, ἔξ-, μέθ-, σύν-οδος etc. `entrance etc.' (since κ 90) replacing lacking verbal nouns of εἰσ-ιέναι (*εἴσ-ι-σι-ς : Skt. -i-ti-) etc. (Schwyzer-Debrunner 356 n. 2 w. lit., Porzig Satzinhalte 201).
Derivatives: 1. ὅδιος (ἐν-, παρ-, ἐφ- a.o.) `affiliated with the road' (Il.); 2. τὰ ὁδαῖα n. pl. `goods, in which one trades on the way' (θ 163, ο 445; cf. ὁδάω below); 3. -οδικός a.o. in μεθοδ-ικός `methodical, systematic' (hell.); 4. ὁδωτός `equipped with, passable, doable' (S. OK 495; cf. ὁδόω); 5. ὁδίτης (παρ- a. o.) m. `traveler, wayfarer' (Il.; extens. Redard 31ff. w. lit.); 6. ὅδισμα n. `road construction' (A. Pers. 71 [lyr.]; as if from *ὁδίζω after τείχισμα a.o.). Denominative verbs: 7. ὁδεύω, very often with prefix, e.g. δι-, ἐξ-, μεθ-, παρ-, συν- (partly from δί-οδος etc.) `to travel by road, to travel, to wander' (since Λ 569) with (-)ὅδευσις (IA.) a.o.; 8. ὁδόω `to show the way, to lead' (Hdt., A., E.); 9. ὁδάω (ἐξ-) `to sell' (E. Kyk.); ὁδεῖν πωλεῖν H.
Origin: IE [Indo-European] [887] *sod- `course'
Etymology: With ὁδός agrees a Slavic word for `course etc.', e.g. OCS chodъ m. 'βάδισμα, δρόμος', Russ. chód `course, progress', which like ὁδός very often occurs with prefix and may have its initial (ch- for s-) exactly from prefixcompp. (pri-, u-, per-). These compp. justify also the furher connexion with Indo-Iran. verbs like Skt. ā-sad- `tread on, go on', Av. apa-had- `go away, become weak', so also with the verb for `sit, sit down' in ἕζομαι a.o. (s. v.), IE *sed-, to which as verbal noun, prob. fist with prefix, *sodó-s \> ὁδός, OCS chodъ. -- Details w. lit. in WP. 2, 486, Pok. 887, W.-Hofmann s. 2. cēdō, Vasmer s. chód; cf. Porzig Satzinhalte 306 f., Gliederung 170.
Page in Frisk: 2,349-350

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”